Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

5/9/97

Αφήνω ήσυχη τη νύχτα, ακουμπισμένη πάνω στα σκεπάσματα
κομπιάζω την ομορφιά της
                                          πάνω σε μια ανάπαυλα της φωνής
-απόψε θα μοιράσω το μαύρο-
κι' ύστερα θυμάμαι τόσα χρόνια,
                 πάνε  τόσα χρόνια,
από τότε που βρέθηκα σ' αυτή τη νύχτα
δεν βλέπω πια την αρχή κομματιασμένη πάνω στη σκέψη,
η ηχώ απόμεινε του ταξιδιού,
μιας πορείας ανάμεσα στους χρόνους, χωρίς τύπους αρχικούς,
στο χάος αφημένες οι απαντήσεις.

Αλίμονο
φωνάζει η μεριά της απόγνωσης
τρίβει τα χέρια το απόκτημα μιας ώρας, ανάμεσα στους αιώνες.

Δεν θέλω να δω ξανά το ίδιο σταμάτημα στο χρόνο
μιας στιγμής δοσμένης στης αμηχανίας τ' άγγιγμα.

Πως είναι τ' όνομά σου;
Πηγή,
φορές γίνεται Πληγή.

Δεν ξέρω,μη θες να ξέρεις κάθε μέρα,
κουράστηκα να λέω κάθε μέρα πως μοιάζω,
πλαγιάζω είναι τ' όνομά μου,
πεθαίνω είναι τ' όνομά μου,
αγάπη είναι η ασπίδα μου,
κάτω απ το δέρμα ο θησαυρός μου.

Πονάω
σ' αυτή την άκρη του χρόνου,
διασχίζω το γραφτό κι αλλάζω το τέλειωμα,
ασύλληπτος στο άπειρο μιας μορφής αφηρημένης,
χωρίς αρχή,
σαν από μεγάλο ψέμα το γέννημα.