Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Στην ανατολή του ήλιου ακούμπησα τα πόδια μου
Και του αέρα έδωσα ευθύνη.

Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά
Κι από το στόμα άρχισα μα βγάζω σε σειρά
Λόγια παρμένα από το πίσω μέρος του μυαλού
« ότι είναι γρήγορο σ’ αυτό τον κόσμο…
   Τέσσερες μέρες πέρασαν…
   Τι θα ‘θελες απόψε για φαΐ …
   Τι θα ‘κανες στο τέλος του δρόμου …»
Φορές ήταν που ένοιωσα  αυτή τη δύναμη
Βγαλμένη από τα σωθικά
Δεν θέλω πια να τρέμω στο κρύο,
Αυτό το υπέροχο ζεστό φαγητό να νοιώθω
Και τα σάλια σου να τρέχουν
Όχι δεν πρέπει εγώ να κάτσω στη γιορτή
Ακόμα ένα αστέρι παίζει με το φως
Σε λίγο θα χαθεί
Δεν θα μπορέσω να το κάνω αιώνιο
Τι κρίμα

Πάρε και συ από το κρέας για να φας
Είναι κομμάτι από το σώμα μου
Φτιαγμένο με μπαχαρικά πολλά
Να κρύψω τη γεύση της απόγνωσης
Να μη φανεί η σκληράδα της αλήθειας

Μη βιάζεσαι να γεννηθείς
Γιατί ο θάνατος κοντά σου θα ’ναι
Όσο πιο μακριά μπορείς βάλε αυτό που αγαπάς
Τον ήλιο
Το αστέρι
Του γαλαξία τη μακριά ουρά  
και το σύννεφο που κάνουν τα άστρα
του Αυγούστου τα βράδια στο χωριό
την ώρα που στέκεσαι στα πόδια σου
και τα κοιτάς
καθώς σηκώνεται καπνός από τα χόρτα.

Άλλες φορές γελάς
Κι’ άλλες φοβάσαι
Σιγά σιγά ,  να μη ακούσεις τίποτα κακό,
Νέα από κάποιο άλλο κόσμο
Ή από του κάτω κόσμου τις φωνές….

Πρόσεχε τώρα
Πόσο ακόμα θα υποφέρω την ασχήμια σας
           Ο ήλιος
                 Η χαρά
Το ξύλο που πετούσες μακριά,
το χνούδι σου απάνω στη κοιλιά σου
και του μυαλού το πηχτό γραμμένο.

Οκτώ μήνες παραμονεύει το μυαλό μου
Κάτω από τις ματιές σας χωρίς να ξέρει
Αν του δρόμου η γραμμή , η άσπρη
Είναι αυτή που ξεχωρίζει την αρρώστια
Τ’ ασθενοφόρου τη βουή
Και της σειρήνας το θρήνο.

Ακούστε με για λίγο, πόσο να περιμένω άλλο
Πόσο ακόμα να ξεχωρίζω
Και να βλέπω και να αισθάνομαι…

Όσο μπορώ,
Όσο μπορώ,
Δεν έχω πια συνήθεια ζωντανή
Μη μου δανείζεις άλλες
Πώς να μπορέσω να φορέσω τ’ άστρα;
Ποιανού αστείου συμβουλή αυτή και δεν μπορεί να αλλάξει;   

Μπορώ ακόμα να θυμάμαι…
Πριν  χρόνια ήσουνα παιδί
Μα τώρα έχεις ξεχάσει

Πως άπλωνες  το χέρι σου να πιάσεις τ’ άπειρο…                                                                                                                                                    

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

ΠΡΟΔΟΣΊΑ

Είδα
δυο τρεις λάμψεις
απόψε.

Οδήγησαν για λίγο
τα βήματα μου
κι’ ύστερα
παραδομένος στο άπειρο
έχτισα με σκοτάδι
τις τρύπες.

Μήπως ο φόβος
ξεφύγει
και βρεθώ προδομένος,
δίνοντας μάχες με το κενό
που δεν χόρτασα.