Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Τα καλοκαίρια
χώριζε ο έρωτας την ανάγκη,
πιο κάτω άφηνε την αφή
να κερδίζει συνέχεια,
ύστερα χρωστούσε του χρόνου το ξόδεμα.

Πήραν τα σύννεφα να κρύψουν τη βασιλεία του μπλέ
πάνω στ' απογεύματα
που 'χουν φτιαχτεί για μας
αψεγάδιαστα, υπομονετικά,
πάνω στα κορμιά μας που ο ιδρώτας μαλάκωνε την θέληση,
άφηνε τις ρυτίδες
τη σκόνη του θορύβου
τη σιγουριά που βουτούσαν τα χέρια.

Τα καλοκαίρια
πιστός στην όψη του ήλιου
αφουγραζόμουν της νύχτας το διάφανο
μ' ένα τραγούδι ριγμένο στο χώμα.

Όλα, σιγά σιγά περνούν,
τα σύννεφα,
άκουσέ με
όλα τελειώνουν στην ανατριχίλα της αβύσσου.
Χωρίς διάκριση,
χωρίς ξετσιπωσιά, χωρίς υστερία,
κάνουν ένα κύκλο -σχήμα γνωστό και όμορφο-
                               όλα πεθαίνουν.

Τα καλοκαίρια
ο θάνατος είναι γλυκός και ύπουλος,
βοσκάει στα μονοπάτια της μνήμης.

Θα κοιμηθώ για λίγο
ν' ονειρευτώ
τα χρώματα της λύπης και της χαράς
κλεισμένα σε μια παλάμη,
πάνω στη λαβή ενός μαχαιριού σκαλισμένα με ακρίβεια,
πόσες ανάσες μέτρησα πάνω στ' ατσάλι
το μίσος που όμορφα έδενε το ξύλο με δυο καρφιά -θυμάσαι...

Έπιασε το μαξιλάρι
ζάρωσε τη στιγμή
πάνω στα καλοκαίρια που μίσησε.