Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Την μέρα που πέθανε ο Elvis

(προδημοσίευση για την γιορτή της μητέρας)



   Ίσως εκείνο το ξημέρωμα να ‘ταν σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Elvis κατά τέτοιο τρόπο που να έκανε το παρελθόν τόσο όμορφα σχεδιασμένο. Δυο τρεις γρήγορες ανάσες, ένας ήχος απόκοσμος, ίσως μία γρήγορη ματιά στον τελευταίο ακίνητο μικρόκοσμο και η ροζ Κάντιλακ άναψε την μηχανή της. Έφυγε ευθεία μπροστά πάνω από τον βράχο και έστριψε απότομα πάνω απ τον κάμπο της Μηλιάς. Την είχε αφήσει να καθίσει μπροστά, δίνοντας του την ευκαιρία να εξασφαλίσει τον έλεγχο από το πίσω κάθισμα. Ο Elvis είχε προγραμματίσει το ταξίδι χωρίς πολλές παρακάμψεις, ευθεία μπροστά για το Memphis. Δεν ξέρω αν ο προορισμός ήταν αυτός που περίμενε αλλά όταν σχεδιάζεται από έναν βασιλιά είναι πολύ δύσκολο να παρέμβει η γνώμη ενός απλού θνητού.
   Δεν μπορώ να ξέρω αν η γνωριμία της μάνας μου με τον Elvis ήταν πρόσφατη ή έγινε πιο παλιά και απλά τώρα πραγματοποιούσε κάποια συγκεκριμένη συμφωνία από το παρελθόν. Το thats all right mama ακουγόταν δυνατά από τα ηχεία της Κάντιλακ καθώς πατούσε γκάζι για να ανέβει την ανηφόρα του Μαινάλου, αφήνοντας πίσω τα γεμάτα αμπέλια και τα χωράφια με τις ντομάτες και τα καλαμπόκια. Το σαπισμένο σώμα έκανε μία αντίθετη διαδρομή προς τη σήραγγα του Αρτεμισίου. Αφού πρώτα μπήκε σε ένα ψυγείο για να κρατηθεί μέχρι το θάψιμο σε έναν απλό τάφο της Αγ. Τριάδας. Παρέα με την Κατίνα και την Ζαχαρούλα από την μεριά του σογιού της και τον Δημητράκη τον άντρα της, που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πως έπεσε μέσα σε κείνο τον τάφο μετά από μία κηδεία που ούτε κι αυτή θυμόταν τίνος ήταν. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με το σώμα της, που διέγραψε μία πορεία 90 χρόνων, ασήμαντη για διάρκεια ζωής πάνω στη γη και ανύπαρκτη στο ταξίδι του σύμπαντος, αλλά για την ματαιοδοξία των συνταξιδιωτών της, μεγάλη και άξια. Ένα σώμα που πέρασε από πολλές φάσεις μέχρι που σάπισε ακίνητο σε ένα νοτιοδυτικό δωμάτιο μακριά από την αγαπημένη της πόλη το Ναύπλιο.
   Ο Elvis την χτύπησε στην πλάτη και την ρώτησε αν θέλει κάτι ή αν την ενοχλούσαν τα ανοικτά παράθυρα καθώς ο αέρας χαλούσε το χτένισμα της. Αυτή την φορά είχε έρθει από το Memphis κάποιος και της έφτιαξε τα μαλλιά. Ήταν πολύ καλύτερα από εκείνο το χτένισμα στο Αργος  που θύμιζε της κυριούλες που ανέβαιναν με το ΚΤΕΛ στην Αθήνα τη δεκαετία του 70, όταν σταματούσαν για σουβλάκι και τσιγάρο στον Ισθμό, αυτό το φουσκωμένο μαλλί που η κουρτίνα του λεωφορείου του είχε δώσει ένα σχήμα απόλυτου decadence. Άνοιξε ένα βαλιτσάκι ταξιδιού και έβγαλε από μέσα σάντουιτς και μοίρασε, ακόμα και στον οδηγό. Αυτά με την τηγανητή μπανάνα και το μπέικον. Ασφαλώς και το πήρε κοιτάζοντας κρυφά την έκφραση του οδηγού για τίποτα αρνητικές, λόγω γεύσης, γκριμάτσες. Έκοψε μια μεγάλη μπουκιά και με τρόπο πέταξε το υπόλοιπο έξω από το παράθυρο κάπου πάνω από τα βουνά της δυτικής Πελοποννήσου.  Η γεύση ήταν καινούργια και το καινούργιο δεν χώραγε στην κοσμοθεωρία της. Εκτός και αν ήταν πρόταση της Ζαχαρούλας ή του Νίκου όπου εκεί επικρατούσε η δύναμη του σογιού. Τόσες Κυριακές χαμένες σε κρέας με πατάτες, σε κοκκινιστό με μακαρόνια και στα μεγάλα κέφια τα μακαρόνια βρασμένα μέσα στη σάλτσα –μπλούμ. Βέβαια σε αυτό ευθύνη μεγάλη έφερνε και ο πατέρας που οι γευστικές του επιλογές απασχολούσαν το πολύ πέντε με έξι αριθμούς. Οπότε αυτός ο συνδυασμός έκανε την ποικιλία της γεύσης αρκετά προβλέψιμη. Και η εξαφάνιση του φαγητού ήταν ένα από τα προτερήματα της. Πάντα υπήρχαν χαρτοπετσέτες για την εγκατάλειψη μεγάλου μέρους του φαγητού, που θα πήγαινε στις γάτες του Πέτρου, στον Κάρλο ή αργότερα στον Λούη ή στην Ντρούνα – τα σκυλιά που πέρασαν από δίπλα της- ή απλά στα κεραμίδια της Αγγελικούλας που εξαιτίας όλων αυτών των σκουπιδιών, μαζί με τα δικά μας παιχνίδια, θύμιζαν σκουπιδότοπο παρά στέγη σπιτιού. Ο οδηγός τέλειωσε το φαγητό του μαζί σχεδόν με τον Elvis και πάτησε ξανά γκάζι πάνω από το Ιόνιο περνώντας αριστερά από την Ζάκυνθο.   
    Θα θυμήθηκε τις διακοπές στην παραλία του Λαγανά και κοίταξε επίμονα προς τα κει μήπως και διακρίνει τα ίχνη που αφήνει ο χρόνος, μήπως καταλάβει αν όντως άξιζαν όλα αυτά τα χρόνια για αυτό το τέλος. Θυμήθηκε τα δυο της κουτσούβελα να τρέχουν στην άμμο και δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν αυτό που τα έκανε τόσο χαρούμενα και ταιριαστά. Κάρφωσε το βλέμμα της στις θύμησες και προσπάθησε ν’ ακούσει τα γέλια,   αλλά η ταχύτητα του αυτοκινήτου έκανε την παρατήρηση και μάλιστα από τέτοιο ύψος, απαγορευτική. Τώρα όλοι έχουν τα χέρια με τους αγκώνες έξω από τ’ ανοικτά παράθυρα και η μουσική αφήνει ένα διάφανο άρωμα στ’ αυτιά τους.
-Θα ‘θελες να αλλάξουμε τραγούδι; Είπε ο Elvis θέλοντας να πιάσει κουβέντα και να την κάνει να αισθανθεί λίγο πιο άνετα.
-Όχι μια χαρά είναι αυτό… και  συνέχισε να μουρμουρίζει την μελωδία  από το τραγούδι  Take my hand, Take my whole life too
For I can't help falling in love with you 
   Ο Elvis γύρισε το κεφάλι του στο παράθυρο και αφουγκράστηκε τη μουσική αφήνοντας την αρμύρα του Ιονίου να τσούζει τα χείλη του. Του θύμισε τις Κυριακές στο Tupelo την χορωδία της εκκλησίας που αν και τριών ετών τον παράσερνε σε ταξίδια και όνειρα. Θυμόταν τις μπάσες φωνές από τους Νέγρους να θρυμματίζουν την παιδική του ανάσα. Και η θύμηση αυτή έφερνε τη μυρωδιά από τους χωματόδρομους στην παιδική του γειτονιά και τη σκόνη από τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Καθισμένος πλάι στη μάνα του άφηνε τον ρυθμό να πλακώνει το είναι του. Η μάνα μου συνέχιζε το μουρμουρητό της. Η χορωδία του Χαραμή έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια πάνω στη ψυχή της. Και αν προσέξει κανείς λίγο καλύτερα θα δει το παράπονο της κλεισμένο κάτω από της ρυτίδες της για κείνα τα μαθήματα του πιάνου που δεν ήρθαν ποτέ. Πάντα θαύμαζε το δωμάτιο της κ. Κωστούρου με το μεγάλο πιάνο που αν σήκωνες το κεφάλι έβλεπες το Μπούρτζι και τη θάλασσα που έγλυφε τον κάμπο. Εκεί πάνω είχε ονειρευτεί άπειρες μελωδίες και ταξίδια που δεν έγιναν. Απέναντι το σπίτι της- το δεύτερο καθώς το πρώτο είχε χαθεί στα χρέη του πατέρα- και η παραλία από κάτω με τους λιγοστούς ανθρώπους να βολτάρουν πάνω κάτω. Ο Elvis την χτύπησε στον ώμο σαν να ήθελε να την κάνει να αισθανθεί όμορφα με το τραγούδι της. Τρόμαξε με το άγγιγμα, μιας και καιρό τώρα δεν την άγγιζε κανείς πια, πόσο μάλλον τώρα χωρίς σώμα και για λίγο έχασε το ρυθμό. Για λίγο γύρισε το μυαλό της και αυτή στα παιδικά της χρόνια. Και ίσως εγώ μπορώ να βοηθήσω να βγάλει αυτή την ανάμνηση όσο γίνεται πιο σωστή, μιας και το μυαλό της έκανε τα δικά του και δεν ήταν τόσο εμπιστοσύνης πια.