Λιτανεία
Στάζουν αίμα τ' αυτιά από τους κρότους και ο αντίπαλος στα βάθη της ψυχής σωπαίνει,
χωρίς οίκτο προσκυνώ τα μολυσμένα σου νερά Μάνα μου γη
και δεν αφήνω στον ορίζοντα ούτε ένα σύννεφο ντροπής να βγαίνει,
πήρα τους δρόμους του φεγγαριού από κοντά και βγαίνω έχοντας το στη πλάτη μου επάνω.
Απ τις ελιές πήρα κλαδί, λεπτό για το κεφάλι, κι απ τη γη πήρα τα πόδια να πατώ.
Πέτρες πολλές που σκόνταψα κι άλλες που πάτησα κι ανέβηκα ψηλά
τ' ανέμου συντροφιά να γίνω, ανοίγω πάλι την καρδιά διάπλατα
για να χωρέσει το διάολο και να τον κρύψω, όσο κι αν φεύγεις μακριά
εγώ θα το κρατώ σφικτά.
Πως θέλετε να ναι απόψε η Ζωή, δυο πήχες ζάχαρη κι ένα κουτί ζαχαρωτά
πολύχρωμα, μέρες ολόφωτες, κρύες μέρες χειμώνα,
δυο τρεις γλαστρούλες φυτεμένες βασιλικό και δυόσμο,
μια καμπανούλα στην άκρη ενός κήπου.
Άφησε με ήσυχο, Ερινύες, του κάτου κόσμου ξωτικά,
αφεντάδες για μια μέρα ξεριζωμένοι, μεταλλαγμένα σώματα φτιαγμένα από ιστό αράχνης,
που τόσο πύον κουβαλάτε στις πτυχές της κάθε σας σκέψης.
Φτηνά υποκατάστατα μορφής
Εμετοί σε σατέν σεντόνια
Πληγές ορθάνοιχτες για να θυμίζουν την Άνοιξη,
απόγευμα Κυριακής λίγο μετά το γήπεδο
εκεί που ο έρωτας γίνεται διαχρονικός
καταραμένοι σε τόσους θανάτους
υποταγμένοι στη σιωπή
από τις λάμπες νέον
απρόσμενα καθαροί, όμορφοι
πνιγμένοι στα νερά του βάλτου
κι όσοι στις γύρω όχθες τριγυρνούν
με την πανούκλα να τα βγάλουν πέρα,
Πρέπει
Θνητοί.
Εγώ αυτός που παίρνω την αρχή, χωρίς να το ρωτήσω
σκύφτε καθώς περνάω
όσο πιο βαθιά μπορείτε, άθλιοι να με υπηρετήσετε
αγέννητοι ακόμα
προσεύχομαι στο θάνατο σας
να ναι άξιος για την Αλήθεια.
Ένα ρολόι υπενθυμίζει διαρκώς το πέρασμα της Γης στο διάστημα.
Άδικος ο κόπος να ξυπνάς πρωί απ τις καμπάνες του θεού τους
και είναι μάχη τρομερή αυτή που τα μάτια προσπαθούν να κλείσουν ξανά
παρασέρνοντας μαζί, τους ήχους μιας νύχτας,
όπως τα βότσαλα στη παραλία καθώς το κύμα περνά και σβήνει.
Τούτη η κραυγή μου ας γίνει δυνατή κι ας ταξιδέψει πάνω από τις θάλασσες
να μείνει για πάντα στου απέραντου τη λήθη φυλαχτό
στους ταξιδιώτες του πόνου και στους βοριάδες τους κρύους,
αυτούς που πηγάζουν από την άβυσσο.
Κλεισμένοι δρόμοι, περπατώ ανάμεσά τους, με το στόμα κλειστό
όχι από φόβο, μόνο από δίκαιο. Απλώνω τα νύχια μου στον ουρανό
κόβοντας κάθε σημάδι παρηγοριάς
μονολογώντας
της καρδιάς το λυτρωμό
μια προσευχή μικρή, πεταμένη στα μούτρα από κάποιου θεού το περίσσεμα.
Ρακοσυλλέκτης των ψυχών, συλλέκτης αμαρτίας, ιερέας του πρόστυχου
λάτρης του αμετανόητου, ύποπτος λιωμένος στη διάσταση του χτες,
διαφεντεύοντας το πόνο που ρούφηξα σαν ένα σφουγγάρι
μουσκεμένο με αρμύρα και δάκρυα.
Ανοίγω ξανά το βάραθρο,
Κριτής και Δήμιος μαζί, ότι μπορέσω να γλιτώσω από τη νύχτα
την αδηφάγα που μεγάλωσε σε ξένες αγκαλιές και θέριεψε
με το γάλα των μανάδων που ξέχασε στο δρόμο τον προορισμό,
γύρισε πίσω στην αρχή φανατικός του μοιραίου,
σαν παραμύθι απλό μ'αρχή και τέλος.
Φτάνει πια, πόσο ακόμα θα με κυνηγάς τρισάθλια τύψη,
σου 'δωσα την αύρα μου, τι άλλο θες αντάλλαγμα;
Ακόμα και την ψυχή μου;
Μόνο το σώμα μην ζητάς, δεν είναι εδώ.
Σε κάποιου θεού την αγκαλιά μάλλον θα βρίσκεται,
χρυσό και σε τυφλώνει και μαλακό σαν το πρώτο χιόνι του χειμώνα.
Σηκώνω τα μάτια ψηλά να βρω τον ίσκιο μου. Με της αγάπης το προσωπείο
γέλασα βαθιά μέχρι που χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου