IV
Έκλεισα απόψε το φως νωρίς
και κάθισα μονάχος στη κάμαρα
χαζεύοντας το είδωλο μου στον καθρέφτη,
σκοτάδι και σάρκα και γυαλί.
Που 'σαι κρυμμένος
σε ποιανού αστού το μυαλό κοιμάσαι απόψε
κι αφήνεις το σύμπαν μόνο του στο χάος.
Σε ποιανού αστού τις μνήμες κατοικείς
κάτω από κουβέρτες αμαρτίας
με πόσο τάξη βαλμένες στα ράφια.
Σε ποιανού αστού τη φαντασία θερίζεις
και κρίνεις.
με πόσο μίσος καρτερώ τη λύτρωση
και της αγάπης την κλεισούρα,
καλεσμένος σ' ένα κόσμο άρρυθμο,
φωνάζοντας,
με μια φωνή αγνώριστη σε όλους
πικρή, ψεύτικη
κραυγή συνήθειας στα αυτιά σας.
Φύγε,
πάνω από το πέτρινο πεζούλι,
με τις μαντζουράνες και τα αίματα στα γόνατα.
Μέσα από ακτίνες ποδηλάτων
γρανάζια στη σειρά,
ζάρια ριγμένα στο χώμα.
Φύγε,
μέσα από κουρτίνες διάφανες.
Έγραψες πάλι μαρή Ιμιγράντισσα!
ΑπάντησηΔιαγραφή