ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
Δεν μπορούσε να κρυφτεί στην άκρη του φωτός,
δεν μπορούσε να τρέξει χωρίς να κοιτάξει πίσω
στο ματωμένο ορίζοντα,
μετέωρο στεκόταν το είδωλο ενός κόσμου φλύαρου.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο δικό του όνειρο
γιατί ακουμπούσε την αρχή της συντέλειας
και τρομαγμένος τραβούσε απάνω στου κακού το διάσελο,
αφήνοντας
τις κραυγές και τους λυγμούς σ' ένα φάσμα φτιαγμένο
από το πρίσμα της ψυχής του.
Δεν μπορούσε πια να περιμένει τον ερχομό του Μεσία,
να κρίνει τη ζωή που αυτός αγάπησε σαν διαμάντι
πάνω στα ξεραμένα φύλλα,
τη ζωή που μοίρασε άδικα την αλήθεια και το ψέμα,
που φόρτωσε την αγάπη στη πλάτη του,
που ξεχορτάριασε την παλιά αυλή.
Παίζει ακόμα την ταινία σε μια οθόνη άσπρη, άσπιλη,
καταφώτιστη,
που προσπέρασε το τέλος.
Δεν μπορεί πια να σηκώνει
τις απωθημένες επιθυμίες του κόσμου
που ξέχασε το ξεκίνημα.
Πολύ ωραίο φίλε! Χαιρετισμούς σε όλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ πολύ ρε φίλε. Είναι κάτι παλιές μου απόπειρες και τις βάζω στο blog για να υπάρχουν
Διαγραφή