ΟΔΟΣ ΦΥΛΗΣ
Ήταν από εκείνες
τις τρίτες που οι περισσότεροι φαντάροι δεν σπαταλούσαν τα λεφτά τους στους έρωτες
της οδού Φυλής και η παγωνιά άφηνε την πόρτα κλειστή για ώρες κρατώντας μέσα αυτό
το φτηνό άρωμα που ‘χε ποτίσει τα πάντα στο σπίτι.
Η γριά
Λουκία, μια αδερφή που ‘χε ξεμείνει στα μπουρδέλα νομίζοντας ότι έτσι θα διώξει
τους χρόνους που βάραιναν τη πλάτη της, χάζευε τα σεντόνια από τις ανοικτές πόρτες
στα δωμάτια κουνώντας νωχελικά τα πόδια της και κάθε τόσο κοιτούσε λοξά την Μαρίνα
που τα μπούτια της τόσο αναπάντεχα όμορφα περίμεναν στην άκρη του ματιού της. Η
Μαρίνα δούλευε πουτάνα εδώ και δώδεκα χρόνια, πάντα σε σπίτι και με ιδιοτροπίες
για την πελατεία της . Είχε καταφέρει να επικρατεί ησυχία ναού στην αίθουσα αναμονής
σε αντίθεση με τη χάβρα που επικρατούσε στην περιοχή και ειδικά τις μέρες που οι
άντρες είχαν διαθέσεις που διακρίνονταν στα φουσκωμένα παντελόνια. Με τη Λουκία
είχαν σχέσεις καθαρά επαγγελματικές και ψυχρές που έφταναν σε ατέλειωτες μάχες ακόμα
και μπροστά στους πελάτες που τις άκουγαν πίσω από το μικρό καμαράκι που χρησιμοποιούσε
η Μαρίνα για να ετοιμάζεται. Στεναχωριόταν η Λουκία και έπνιγε το θυμό της εξαιτίας
της δουλειάς που’ χε
τόσο ανάγκη τώρα που η ομορφιά της είχε περάσει μέσα της. Αναπολούσε
τέτοιες στιγμές τα νιάτα της που οι άντρες άφηναν τις ντροπές και σκορπούσαν τα
σπέρματα τους πάνω στις κολασμένες μέρες
της .Όχι η Μαρίνα δεν ήξερε τίποτα για τα χρόνια που’ χε περάσει τότε που ακόμα
στην καρδιά της η Λουκία ερωτευόταν και χώριζε ,απατούσε και ζήλευε και χαλούσε
τις συνταγές μιας ολάκερης γενιάς στο τι είναι αντρικό και στο τι πρέπει. Αυτή την Τρίτη, που εξαιτίας
της μεγάλης εβδομάδας που τύχαινε να είναι και το μπουρδέλο έπαιρνε μια μορφή καθαρτηρίου,
η Μαρίνα
είχε αποφασίσει να μην δώσει αφορμή για καυγά με τη Λουκία. Φορούσε μια μακριά νυχτικιά
κόκκινη που έκρυβε επιμελώς το κορμί της αφήνοντας το κάθε μάτι που θα την
αγόραζε να φανταστεί μια συνέχεια που θα
οδηγούσε το χέρι στη τσέπη.
H πόρτα ήταν η ανάσα της Λουκίας
καθώς μαζί της έπαιρνε και τη κάθε σκέψη της που γυρνούσε στα μίση και στα υπαρξιακά
της προβλήματα που τώρα τελευταία είχαν γίνει αφόρητα. Τόσα χρόνια πάνω της γέμισαν το πίσω μέρος
του μυαλού της και αυτό με τη σειρά του ζητάει να γεμίσει τα κενά που δεν χόρτασε.
Προσπαθεί να ξεγελάσει το
χρόνο χρεώνοντας με μίσος της μέρες της. Προσπαθεί να ημερέψει της μνήμες
της μέσα από τη δανεική ομορφιά της Μαρίνας που άθελα της την απλώνει σπάταλα πάνω
στις ζάρες της.
_ Μη κάθεσαι πολύ στα δωμάτια με
τους πελάτες, στη σάλα μετά γίνεται ένας χαμός και μετά χάνουμε και μερικούς από
δαύτους …
H Μαρίνα δεν απάντησε
γιατί μια κουβέντα τέτοια θ'άναβε τη μάχη
που το αμφίρροπο τέλος της εκείνη τη στιγμή έμοιαζε εφιάλτης που θα στοίχειωνε στις
αύρες τους. Γύρισε
τη πλάτη της στην τηλεόραση και δυνάμωσε λίγο τη μουσική. Ο σταθμός ήταν από καιρό
βαλμένος
στο ράδιο και κανείς δεν ενοχλήθηκε από την επανάληψη που μάλλον συνέβαλε
στο να συντηρείται ένα τέτοιο κλίμα. Κάποια λαϊκά, άτυχες στιγμές για τους δημιουργούς
τους, έκαναν την
ατμόσφαιρα ιδανική για αγορασμένους έρωτες. Μερικές φορές
η Μαρίνα χόρευε στο καμαράκι και μουρμούριζε κάποιους στίχους που μάλλον από τις πολλές
φορές είχε μάθει
παρά από την αξία που'χε για 'κείνη το τραγούδι. Τότε
άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένα αγγελικό αντρικό κορμί και μαζί του και μια
παράξενη αίσθηση φόβου. Η Λουκία σηκώθηκε και πήγε στη σάλα για να αναγγείλει
τα προσόντα της Μαρίνας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού με τα μάτια της έγδυσε
αυτό το πλάσμα άρχισε να λέει τα λόγια της.
- Το κορίτσι δουλεύει και κάνει
πολύ ωραία δουλειά...
Τα λόγια της έμειναν στον αέρα καθώς η
Μαρίνα με αυτό το λιονταρίσιο ύφος μπήκε στην αίθουσα και τα πόδια της μπροστά
απο το κάθε τι εκει μέσα έδειξαν το ποιός θα ναι ο νικητής. Σηκώθηκε να μπει
στο δωμάτιο και μαζί έδωσε και τα λεφτά στη Λουκία που εκείνη τη στιγμή έστρωνε
και τα σεντόνια τους.
-Μισό και σου φέρνω τα ρέστα , είπε
και η φωνή της είχε θυμηθεί κάτι απο τα παλιά. Την ώρα που γύρισε να δώσει τα
λεφτά αυτός ήταν όρθιος και γυμνός φτιάχνοντας τα ρούχα του με τάξη στη
καρέκλα. Με το ένα χέρι δείνει τα λεφτά και με το άλλο τον αρπάζει απο τα
σκέλια του. Γονατίζει και αφήνει τη γεύση του να νικήσει τα χρόνια.
Δευτερόλεπτα μετά ήταν όρθιος και αφού ζήτησε ταπεινά συγνώμη άνοιξε και γύρισε
στο καμαράκι λέγοντας στη Μαρίνα ότι τα πάντα ήταν έτοιμα. Έφυγε η Μαρίνα για
το δωμάτιο με μια σιγουριά απέραντα όμορφη, κάνοντας τα βηματά της σαν του
αλόγου σταθερά. Μπήκε και έκλεισε τη πόρτα πίσω της και μαζί και τους θορύβους
του δρόμου και της πόλης καθώς και τις βαθειές μακρόσυρτες ανάσες της Λουκίας
που σαν πρωτάρα της ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το καρδιοχτύπι του
έρωτα απο την καρδιακή προσβολή που την περίμενε μόνη στα 75 της χρόνια σε ένα
καμαράκι ενός μπουρδέλου της οδού Φυλής. Χαμογέλασε πριν πεθάνει γιατι βαθειά
μέσα της ήξερε οτι αυτή ήταν εκείνη τη στιγμή η πιο ευτυχισμένη αδερφή πάνω στη
γη, σκοτωμένη απο το ακόντιο ενός πολεμιστή που της τρύπησε πέρα για πέρα τις
ζαρωμένες σάρκες σημαδεύοντας στο κέντρο της ομορφιάς της ακριβώς εκεί που
κάποιοι το λένε πεπρωμένο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου