ΨΑΛΜΟΣ
Κλείνω τ' αυτιά για να γλιτώσω απ' της Σειρήνας το τραγούδι
του θεού ριγμένο αδιάκριτα στο χώρο,
κι από των ανθρώπων που πήραν τα λόγια στο κατόπι
συχνά κρυμμένοι στις ανάσες τους.
Αποτραβιέμαι.
Τινάζοντας ότι απόμεινε από το δίχως έλεος κυνηγητό τους,
γεμίζω με δύναμη το μυαλό και τη ματιά μου
και καταπίνω το σάλιο που βγήκε στη στιγμή της αδυναμίας.
Γέννημα φόβου.
Δικό τους απόκτημα όχι δικό μου.
Μόνο την υποχρέωση να σώσω έχω και να γλιτώσω την επικίνδυνη μεριά
από το μοίρασμα.
Καθισμένος στη λευτεριά ακουμπώ τα λάφυρα, ξανά και ξανά, και χορταίνω την αφή
με το ξάφνιασμα.
Κλέφτης της ίδιας της ψυχής.
Κλέφτης του απλού γεγονότος.
Δανειστής στο παράλογο
πορεύομαι,
στο δρόμο που βρήκα ορθάνοιχτο.
Δεν ρώτησα ποτέ το γιατί, κι ύστερα ποιος νοιάζεται γι αυτό.
Γελώ με όλη μου την καρδιά μπροστά στο γελοίο
που τόσο καιρό το κρύβατε για σπουδαίο.
Χάρισμα τώρα στον παιδιών τις πορείες, ψεύτες γι' άλλη μια φορά της συνήθειας,
καραδοκώντας το στραβοπάτημα.
Προσπάθησα να ρίξω τη σκιά του δέντρου πάνω στις φωνές σας.
Ίδια η κίνηση στο σύμπαν τις άφησε να φανούν όλες.
Ακολουθώ αυτό που ξέρω πιστά, αόρατα, ανεπαίσθητα, χωρίς να περιμένω τίποτα.
Παρά μονάχα το ένα,
της σκιάς το κούρνιασμα.
Τούτο θα 'ναι το δώρο σου κόσμε, γλυκέ και άμοιρε.
Δεν βλέπω άλλη διαδρομή μπροστά μου πια,
κι αυτή την παίρνω με τους ώμους σηκωμένους, ίδια και απαράλλαχτη κάθε φορά,
η μόνη αλλαγή είμαι εγώ, καθώς κάθε φορά καινούργιος περνάω τα ίδια σημεία και αφουγκράζομαι τα βήματά μου, κάθε φορά διαφορετικά πίσω από τις μνήμες που καθορίζουν τη δύση κάθε μέρας πως θα 'ναι.
Διώκτη της εφήμερης λύτρωσης άκουσέ με.
Πόσες θυσίες προτιμάς γι' αντάλλαγμα με μιας ώρας ύπνου;
Μη μου σηκώνεις το ανάστημα, να κρύψεις το κακό.
Άστο μπροστά να πέσει.
Και μέσα στο αίμα ας ομορφύνει από το κόκκινο.